Κισσόκουκος, Καλοχρονιά, Didric Cuckoo (Clamator glandarius) Κισσόκουκος

Ένας ακόμα επισκέπτης στην πατρίδα μας που είναι στενός συγγενής του κούκου και που είναι αρκετά εντυπωσιακός στην εμφάνισή του λόγω του χαρακτηριστικού λοφίου, είναι ο Κισσόκουκος clamator glandarius. Είναι λίγο μεγαλύτερος από τον Ευρωπαϊκό κούκο, αγγίζει τα 40 εκατοστά, και διαφέρει ως προς τον χρωματισμό του φτερώματός του. Έχει ασημόγκριζη κορώνα με λοφίο, πορτοκαλοκόκκινο οφθαλμικό δακτύλιο, με γκρίζα φτερά γεμάτα λευκά στίγματα, ενώ ο λαιμός και το στήθος είναι μπεζ, λευκή κοιλιά και σκουρόχρωμα πόδια.

Please install Adobe Flash Player



Οικογένεια: Κοκκυγίδες (Cuculidae)








Προτιμά τα δάση βελανιδιών, τους ελαιώνες σε θαμνώδεις πεδιάδες με μεμονωμένα δέντρα, ζει σε κοπάδια και είναι επίσης παρασιτικό πουλί δείχνοντας προτίμηση στις φωλιές των Καρακαξών. Είναι από τους πρώτους καλοκαιρινούς επισκέπτες στην χώρα μας και θεωρείται από τον λαό ο οδηγός των Τρυγονιών.

Το μονότονο κελάηδημα του κούκου καθώς και η ιδιαιτερότητά του γύρω από το φώλιασμά του, τον έχουν καταστήσει πρωταγωνιστή ενός πλήθους παιχνιδιών, τραγουδιών, παροιμιών και λαϊκών παραδόσεων.
Παρασιτική συμπεριφορά αναπαραγωγής
Το θηλυκό αναλώνει πολύ από το χρόνο του παρατηρώντας το κτίσιμο φωλιών από πιθανούς θετούς γονείς, τις οποίες επισκέπτεται τακτικά όταν οι οικοδεσπότες απουσιάζουν. Όταν διαπιστώσει ότι υπάρχει αυγό στη φωλιά γεννά και το δικό της μιμητικό αυγό. Σε περίπτωση που υπάρχουν αρκετά αυγά στη φωλιά μπορεί να μετακινήσει ή και να φάει ένα αυγό της οικοδέσποινας ώστε να εξασφαλίσει χώρο για το δικό της αυγό. Η οικοδέσποινα συνήθως δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του ξένου αυγού και το κλωσά μαζί με τα δικά της, διαφορετικά το απορρίπτει. Μετά την εκκόλαψη των αυγών, οι φιλοξενούμενοι νεοσσοί, από την πρώτη μέρα της ζωής τους, έχουν μια ενστικτώδη παρόρμηση να απαλλαγούν απ’ όλα τα υπόλοιπα αυγά ή νεοσσούς που βρίσκονται στη φωλιά. Ενστικτωδώς, αναπτύσσει επιθετική συμπεριφορά σε ό,τι βρίσκεται κοντά του (αυγό ή νεοσσός), με αποτέλεσμα να το απωθεί σταδιακά με σταθερές κινήσεις του σώματός του, συνήθως με την πλάτη, σε ένα σημείο όπου οι ώμοι σχηματίζουν ένα χαρακτηριστικό υποβοηθητικό κοίλωμα. Εάν στη φωλιά έχουν ήδη εκκολαφθεί κάποιοι από τους νεοσσούς του ξενιστή, ο κούκος παίρνει θέση ανάμεσά τους και, σταδιακά, τους ωθεί στο χείλος της φωλιάς και, τελικά, έξω από αυτήν. Η όλη διαδικασία διαρκεί 3-4 λεπτά της ώρας και επαναλαμβάνεται με το επόμενο «θύμα», μέχρι ο κούκος να μείνει ολομόναχος στη φωλιά. Η πράξη τους αυτή είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή τους διότι θα χρειαστούν όλη την τροφή που οι θετοί γονείς μπορούν να παράσχουν.
Ο Ευρωπαικός κούκος παρασιτεί σε φωλιές των πολύ μικρότερων σε μέγεθος κυρίως κελάδων και ο κισσόκουκος σε φωλιές κορακοειδών, κυρίως καρακάξας, εξασφαλίζοντας αμφότεροι πέραν της ομοιότητας των αυγών και τη σωστή διατροφή των νεοσσών, καθόσον οι θετοί γονείς είναι εντομοφάγοι, όπως και οι παρασιτούντες. Οι θετοί γονείς δεν μπορούν να αναγνωρίσουν το φιλοξενούμενο νεοσσό ως διαφορετικό είδος και συνεχίζουν να το ταΐζουν ακατάπαυστα για να ικανοποιήσουν την ακόρεστη όρεξή του, πολλές φορές χάνοντας οι ίδιοι σημαντικό βάρος λόγω ελλιπούς σίτισης. Έτσι ο φιλοξενούμενος παρασιτικός νεοσσός μεγαλώνει πολύ γρήγορα και μετά από τρεις βδομάδες περίπου αποκτά όλα του τα φτερά και εγκαταλείπει τη φωλιά.
Η παρασιτική συμπεριφορά του κούκου παρατηρήθηκε και περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη.
Η οικογένεια Κοκκυγίδες αποτελείται από τα εξής είδη:
Kούκος (Cuculus canorus)
Κισσόκουκος (Clamator glandarius)
Πρασινόκουκος (Chrysococcyx caprius)


Νεότερη Παλαιότερη