Μελεαγρίδες (Meleagridinae), Γένος Μελεαγρίς (Meleagris) Κοκκινοκελάδα

Οι Μελεαγρίδες είναι μια υποοικογένεια που κατατάσεται στις Φασιανίδες (Phasianinae). Εχει δύο μόνο είδη που προέρχονται από τη βόρεια και κεντρική Αμερική. Το πιο δημοφιλές με μεγάλη διαφορά είναι η γνωστή σε όλους Γαλοπούλα (Meleagris gallopavo) από το οποίο προέρχονται όλες οι κατοικίδιες φυλές, ενώ το άλλο υπάρχον είδος είναι η (Meleagris ocellata), η οποία ζει στη χερσόνησο Γιουκατάν και είναι πιο σπάνια. Οι αρσενικές Γαλοπούλες φτάνουν σε ύψος το 1 μέτρο και βάρος τα 10 κιλά. Τα θηλυκά είναι ελαφρώς μικρότερα και κατά πολύ ελαφρύτερα (90 εκατοστά και βάρος έως 5 κιλά), αλλά πολύ μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα Ορνιθόμορφα της βόρειας Αμερικής. Η Γαλοπούλα (Meleagris gallopavo) και η (Meleagris ocellata) μολονότι διαφέρουν στο χρωματισμό του φτερώματος, στο σκελετό είναι σχεδόν ταυτόσημα.

Κατηγορία: Ορνιθόμορφα
Μελεαγρίδες (Meleagridinae), Γένος Μελεαγρίς (Meleagris):

Ocellated Turkey (Meleagris ocellata)





Το είδος Meleagris ή Agriocharis ocellata, ιθαγενές του Μεξικού, δεν εξημερώθηκε ποτέ. Ζει σε άγρια κατάσταση και σε περιορισμένο αριθμό στα ξηρά δάση της Κεντρικής Αμερικής. Έχει μικρότερο μέγεθος από τον Meleagris gallopavo και φέρει πορτοκαλοκίτρινα εξογκώματα στην κορυφή του κεφαλιού του. Διακρίνεται, επίσης, από το προηγούμενο είδος από το γαλαζοπράσινο χρώμα του φτερώματος, το οποίο στην ουρά και στα εξωτερικά φτερά φέρει μεγάλα λαμπερά στίγματα, σχεδόν κυκλικά, τα οποία μοιάζουν με αυτά του παγονιού.

Γαλοπούλα, κούρκος ή διάνος (Meleagris gallopavo)





Η Γαλοπούλα είναι μεγαλόσωμο πουλί χαρακτηριστικής εμφάνισης, με μήκος σώματος 130 εκ. και βάρος 6-10 κιλά. Έχει γυμνό γαλαζωπό κεφάλι και μακρύ λαιμό. Στη βάση του κοντού και κυρτού ράμφους του, το αρσενικό φέρει μακρύ σάρκινο κόκκινο λειρί και πρόσθετα κάλλαια στον λαιμό. Τα αρσενικά έχουν έναν φτερωτό θύσανο στο στήθος και φέρουν ισχυρό σπιρούνι σε κάθε ταρσό. Το σώμα τους καλύπτεται από σκουρόχρωμο φτέρωμα και καταλήγει σε μεγάλη ουρά η οποία μπορεί και ανοίγει σαν βεντάλια στα αρσενικά. Οι στρογγυλές φτερούγες τους είναι χαλκοπράσινες ιριδίζουσες, με ωχροκίτρινα φτερά στην άκρη τους, όπως και στην άκρη της ουράς. Τα θηλυκά διακρίνονται από τα αρσενικά από τις μικρότερες διαστάσεις τους, τη λιγότερο έντονη απόχρωση του φτερώματος και την έλλειψη καλλαίων και σπιρουνιού. 
Η Γαλοπούλα κατασκευάζει τις φωλιές του στο έδαφος και τρέφεται με βλαστάρια, σπόρους, φρούτα, μικρά ασπόνδυλα κ.ά. Τρέχει αρκετά γρήγορα στο έδαφος, ωστόσο η πτήση του είναι σύντομη και βαριά. Τα αρσενικά είναι πολυγαμικά και κατά την αναπαραγωγική περίοδο επιδίδονται σε επιδείξεις για να προσελκύσουν το θηλυκό. Κατά την προγαμιαία συμπεριφορά ο αρσενικός Γάλος ανασηκώνει τα φτερά, ανοίγει την ουρά σαν βεντάλια, φουσκώνει τα κάλλαια και χαμηλώνει τις φτερούγες του και παράγει χαρακτηριστικούς λαρυγγισμούς, ενώ δεν διστάζει να παλέψει με άλλα αρσενικά. Το θηλυκό γεννά 8-15 αβγά, τα οποία επωάζει με αφοσίωση περίπου για 28 μέρες.
Οι ράτσες κατοικίδιας γαλοπούλας που δημιουργήθηκαν μετά την εξημέρωση του Meleagris gallopavo, διαφέρουν μεταξύ τους στο χρώμα του φτερώματος και στο βάρος, το οποίο μπορεί να ξεπεράσει τα 10 κιλά.

Ειναι εδαφόβια πουλιά, το σωματικό βάρος δεν επιτρέπει πτήσεις σε μεγάλες αποστάσεις. Διαθέτει ισχυρά πόδια και προτιμά σε καταστάσεις κινδύνου να διαφεύγει τρέχοντας παρά πετώντας. Πετάει σε μικρές αποστάσεις και μπορεί να επιτυγχάνει ταχύτητες στο αέρα μέχρι και 100 χιλιόμετρα ανά ώρα.
Το φτέρωμα είναι γενικά σκούρο καφέ και μαύρο, ειδικότερα κυρίως τα αρσενικά έχουν επιπλέον μεταλλικές πράσινες και κόκκινες ανταύγειες. Το κεφάλι και ο τράχηλος στα αρσενικά είναι άπτερα. Ένα λειρί 6 έως 8 εκατοστά υψώνεται πάνω από το ράμφος, συνήθως κρέμεται εγκάρσια ή κατά μήκος πάνω από το ράμφος. Οι γυμνές περιοχές στο κεφάλι και στο λαιμό είναι ιδιαίτερα έντονες σε περιόδους αναπαραγωγής, επιπλέον η κοινή Γαλοπούλα (Meleagris gallopavo) αλλάζει και το χρωματισμό του φτερώματος.

Βιότοπος – εμφάνιση: Το φάσμα διανομής ξεκινάει από τη νότια άκρη του Καναδά και εκτείνεται στις ΗΠΑ, το Μεξικό, το Μπελίζ και φτάνει έως τη Γουατεμάλα. Οι εξημερωμένες Γαλοπούλες συναντούνται σε όλο τον κόσμο σήμερα. Ο ιδανικός βιότοπος είναι δάση με μεγάλα ξέφωτα ή παρυφές δασικών εκτάσεων με πυκνή βλάστηση για να κρύβεται και να είναι σε θέση να αναπαράγεται, δέντρα για να κουρνιάζουν και χλοώδεις περιοχές για αναζήτηση τροφής.
Ζούν κυρίως σε ομάδες αποτελούμενες από 6 έως 20 πουλιά. Παρά το γεγονός ότι σχηματίζουν χαλαρές ομάδες των οποίων η σύνθεση αλλάζει συχνά, υπάρχει μια ιεραρχία η οποία διατηρείται με επιθετική συμπεριφορά και περιστασιακούς αγώνες ανάμεσα στα αρσενικά.

Διατροφή: Οι νεαρές γαλοπούλες στο αρχικό στάδιο της ζωής τους τρέφονται αποκλειστικά με έντομα. Μπορούν να φάνε περίπου από 3.000 έως 4.000 έντομα ημερησίως. Από την έκτη εβδομάδα μπορούν να λαμβάνουν φυτική τροφή. Οι ενήλικες γαλοπούλες τρέφονται με φυτικές τροφές όπως βατόμουρα, διάφορους σπόρους, ξηρούς καρπούς, ρίζες κυρίως το χειμώνα ή διάφορα μπουμπούκια. Τα έντομα αποτελούν κυρίως συμπληρωματική τροφή. Σε δύσκολους χειμώνες οι γαλοπούλες μπορούν να επιζήσουν μέχρι και δύο εβδομάδες χωρίς τροφή, χάνουν έως και το 50% του σωματικού τους βάρους αλλά μπορούν να το ανακτήσουν πάλι γρήγορα. Για την καλύτερη πέψη καταπίνει μικρά πετραδάκια.

Αναπαραγωγή: Γεννούν σε μιά πρόχειρη φωλιά στο έδαφος 8 έως 15 αυγά χρώματος κρεμ με καφέ κηλίδες, μέγεθος περίπου 6 x 4.5 εκατοστά και επωάζονται για 28 ημέρες.
Οι Γαλοπούλες έχουν μέγιστη διάρκεια ζωής δέκα χρόνια, συνήθως όχι περισσότερο από πέντε έτη.
Ορνιθόμορφα
Διάφορα:
· Στην Ελληνική Μυθολογία με το όνομα Μελεαγρίδες φέρονταν 4 νέες γυναίκες, συνήθως αναφερόμενες ως αδελφές του Καλυδώνιου ήρωα Μελεάγρου, και επομένως κόρες του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέως και της Αλθαίας. Τα ονόματά τους ήταν Γόργη, Δηιάνειρα, Ευρυμήδη και Μελανίππη. Οι Μελεαγρίδες, θρηνώντας τον θάνατο του αδελφού τους, συνεχώς και αδειάλειπτα, αναγκάσθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί από οίκτο να τις μεταμορφώσουν σε ομώνυμα πουλιά, οι γνωστοί ινδιάνοι ή γαλοπούλες συνεχίζοντας και έτσι τη θρηνώδη κραυγή τους. Κατ΄ άλλη εκδοχή αυτές μεταμορφώθηκαν από τη θεά Άρτεμι στα ομώνυμα πτηνά, τις Μελεαγρίδες όρνιθες. (Υπάρχει και ομώνυμη υπο-οικογένεια, οι Meleagridinae), τις οποίες στη συνέχεια τις απέστειλε στη Λέρο ή ακόμα μακρύτερα στις Ινδίες απ΄ όπου και έρχονταν από καιρού εις καιρό για να θρηνήσουν τον αδελφό τους πάνω από τον τάφο του.
Ωστόσο, κατά μία άλλη εκδοχή, όπως σημειώνει ο Νίκανδρος, (γραμματικός του 2ου αιώνα), μετά από παράκληση του θεού Διονύσου, δύο από αυτές, η Γόργη και η Δηιάνειρα, ή απέφυγαν την μεταμόρφωση ή κατάφεραν την απορνέωση οπότε και επανέκτησαν την ανθρώπινη μορφή τους. Οι άλλες δύο Μελεαγρίδες πουλιά ήταν εκείνα που μεταφέρθηκαν από την Άρτεμι στη νήσο Λέρο.

· Ο Λινναίος έδωσε το όνομα μελεαγρίς στη φραγκόκοτα σαν όνομα είδους, αλλά στην γαλοπούλα σαν όνομα γένους: η wild turkey είναι Meleagris gallopavo!
pavo, είναι το παγόνι στα λατινικά (pavone στα ιταλικά). Pavo λένε οι Ισπανοί και το παγόνι και τη γαλοπούλα. οι Βιετναμέζοι λένε τη γαλοπούλα «όρνιθα της Δύσης», οι Ρώσοι και οι Πολωνοί «ινδική», οι Γάλλοι «διάνο» (dinde, από το poulet d’inde), οι Άραβες «Ρωμιό πετεινό».

· Η ευρωπαϊκή της πορεία ξεκίνησε από τους Ισπανούς που την ανακάλυψαν λίγα χρόνια πριν το 1500. Λέγεται, ακόμη, ότι ο Ερρίκος Η' ήταν ο πρώτος Βρετανός μονάρχης που τεμάχισε γαλοπούλα σε γιορτινό τραπέζι, κάτι που ακόμα και σήμερα στην Ημέρα των Ευχαριστιών στην Αμερική όπου τρώγεται η γαλοπούλα, θεωρείται αποκλειστική υπόθεση του αρχηγού της οικογένειας.

· Η γαλοπούλα έχει καθιερωθεί ως χριστουγεννιάτικο φαγητό ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Στη Γαλλία, οι γαλοπούλες πρωτοδιακινήθηκαν από Ιησουίτες και ως εκ τούτου σε πολλές τοπικές διαλέκτους η λέξη «jesuite» σημαίνει γαλοπούλα. Στις αρχές αυτού του αιώνα η γαλοπούλα έγινε και είδος μαζικής κατανάλωσης. Στην Αγγλία ελλείψει μεγάλων μεταφορικών μέσων οι πτηνοτρόφοι του Νόρφολκ τις έβαζαν να περπατούν περισσότερα από εκατό χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στο Λονδίνο. Κι επειδή τα κακόμοιρα τα πτηνά δεν έχουν γερά πόδια είτε τα κάλυπταν με ύφασμα είτε με... πίσσα για να αντέχουν.

· Άλλη ιστορία, ή καλύτερα οι μύθοι, αναφέρουν ότι τη γαλοπούλα συνάντησαν για πρώτη φορά, ανάμεσα σε τεράστιες φυτείες καλαμποκιού, οι Ισπανοί κατακτητές που έφτασαν στο Μεξικό τον 17ο αιώνα. Πιστεύοντας μάλιστα ότι είχαν ανακαλύψει τις Ινδίες, ονόμασαν αυτό το εντυπωσιακά μεγάλο πουλερικό, «ινδική όρνιθα», ονομασία που αποτελεί μέχρι σήμερα τον επιστημονικό της όρο. Όταν αποφάσισαν, εκεί γύρω στα 1824 να μεταφέρουν τη γαλοπούλα από το Νέο Κόσμο στη Γηραιά Ήπειρο, δεν μπορούσαν να φανταστούν την εξέλιξη και την πορεία του παράξενου αυτού πουλιού, που σύντομα θα κατακτούσε τα χριστουγεννιάτικα τραπέζια της Ευρώπης. Μέχρι τότε, η κότα, η χήνα, η πάπια ακόμα και ο κύκνος αποτελούσαν αγαπημένες γαστριμαργικές επιλογές των Ισπανών, των Άγγλων και των Γάλλων για την ημέρα των Χριστουγέννων. Ωστόσο, το μέγεθος της γαλοπούλας την έκανε αμέσως ελκυστική και ιδανική για οικογενειακά γεύματα.
Κείμενο: Ζιάκας Ηλίας



Νεότερη Παλαιότερη