Κότσυφας Κότσυφας ο κοινός, (Turdus merula)

H πιο διαδεδομένη τσίχλα που συναντάται ευρύτατα στην Ελληνική ύπαιθρο είναι ο Κότσυφας, ο κοινός. Το κοτσίφι ή Μαυροπούλι όπως το φωνάζουν στην Κύπρο, είναι ευρύτατα διαδεδομένο πουλί όχι μόνο στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά και την Ρωσία, την Ασία, την Βόρεια Αφρική, ακόμα και στην Αυστραλία και την Ν. Ζηλανδία. Αν και είναι μοναχικό πουλί αναγνωρίζεται εύκολα από το κατάμαυρο λαμπερό φτέρωμά του, από το πορτοκαλοκίτρινο, σχεδόν στο χρώμα του κεχριμπαριού ράμφος του, αλλά και από τον κίτρινο στενό οφθαλμικό δακτύλιο που περικλείει τα μεγάλα μάτια του.

Please install Adobe Flash Player


Οικογένεια Κιχλίδες Turbidae.









Το ράμφος του αρσενικού σκουραίνει ελαφρώς το χειμώνα. Το ενήλικο θηλυκό έχει γκριζοπράσινο φτέρωμα, καφετί λαιμό και ασαφείς ραβδώσεις στο στήθος. Το ράμφος είναι σκουρόχρωμο, ενώ η ουρά και στα δύο φύλα είναι μακριά. Συχνά συγχέεται με το ψαρόνι λόγω του σκούρου φτερώματος, αλλά ο κότσυφας ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό του περπάτημα και το τίναγμα της ουράς του την ώρα που προχωρά με γρήγορα άλματα ή στέκεται ακίνητος. Είναι ένα μεσαίου μεγέθους πουλί που δεν ξεπερνάει τα 29 εκατοστά εκ των οποίων τα 12 εκατοστά αποτελούν την ουρά. Σε πτήση το άνοιγμα των φτερών του αγγίζει τα 38 εκατοστά και ζυγίζει μέχρι 90 γραμμάρια.
Ο κότσυφας είναι ενδημικό αλλά και αποδημητικό πουλί. Με το τέλος του Φθινοπώρου πολλά πουλιά του είδους μεταναστεύουν στη χώρας μας από τις Βόρειες παγωμένες χώρες όπως τις Ρωσία, Σκανδιναβία, για να περάσουν τον χειμώνα σε πιο ζεστά μέρη.
Ο κότσυφας μπορεί να κάνει την εμφάνισή του όπου υπάρχει πράσινο. Άλση, πάρκα, ρεματιές, φράχτες, δάση, πουρνάρια θαμνώδεις εκτάσεις είναι μέρη που προτιμά να ζει και να αναπαράγεται. Βουνά αλλά και πόλεις αποτελούν τον κυριότερο βιότοπό του. Επειδή συνήθως βρίσκει καταφύγιο σε χαμηλή πυκνή βλάστηση αλλά και σπανιότερα σε σκιερά δασώδη μέρη, τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός τους υφίσταται μείωση από τους εχθρούς του. Εκτός από τον άνθρωπο που τον κυνηγά γιατί το κρέας του θεωρείται εκλεκτό έδεσμα αλλά και τον φυλακίζει για να απολαύσει το μελωδικότατο κελάηδημά του, κυνηγιέται έντονα και από τους φυσικούς του εχθρούς που είναι άλλα αρπαχτικά πουλιά ή και τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι, οι γάτες, οι νυφίτσες, οι αλεπούδες κτλ. Η μείωση των βιότοπων λόγω των καλλιεργειών αλλά και η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων είναι και επίσης από τους σημαντικούς παράγοντες της μείωσης του πληθυσμού.
Είναι από τα πρώτα πουλιά που φτιάχνει τον Μάρτη την φωλιά του. Επιλέγει να την χτίσει όχι πολύ χαμηλά στο έδαφος αλλά όπου υπάρχει πυκνή θαμνώδης βλάστηση. Με λεπτά κλαδάκια, χόρτα, τρίχες, λάσπη και φτερά επιμελείται με επιδεξιότητα την κατασκευή μιας καλαθωτής περίτεχνης φωλιάς. Εκεί γεννάει από 3-6 γαλαζωπά αυγά με καφεκόκκινα στίγματα και μέχρι τέλος του Ιουνίου που τελειώνει η αναπαραγωγική περίοδος γεννάει ακόμα 2-3 φορές. Η περίοδος της εκκόλαψης διαρκεί από 15-19 ημέρες και την φροντίδα των νεοσσών αναλαμβάνουν εξίσου και οι δύο γονείς για είκοσι περίπου μέρες. Η πλήρης ανεξαρτητοποίηση έρχεται μετά την 35η μέρα. Πολλές φορές η κακοκαιρία του Μαρτίου δεν αφήνει τους ευάλωτους νεοσσούς να επιβιώσουν και ο στοργικός κότσυφας καταδικάζεται να περιμένει την επόμενη γέννα για να δει τα παιδιά του να ξεπεταρίζουν από την φωλιά. Κάθε ζευγάρι καταλαμβάνει την δική του περιοχή και τα αρσενικά δεν διστάζουν να οδηγηθούν και σε τραυματισμούς για να προστατέψουν την περιοχή τους από άλλα πουλιά του είδους τους.
Κατά την αναζήτηση της τροφής του πεταρίζει χαμηλά πάνω από το έδαφος και ψάχνει στα χαμόκλαδα και τις ρίζες των δέντρων να βρει ελιές, σπόρους, κούμαρα, έντομα, γαιοσκώληκες, μούρα και φρούτα από οπορωφόρα δέντρα. Αν και καχύποπτο πουλί, δεν διστάζει να τρυπώσει με θράσος ακόμα και σε αυλές σπιτιών προκειμένου να εξασφαλίσει την απαραίτητη τροφή. Έχει την ικανότητα να ανασηκώνει με το ράμφος του τα φύλλα ψάχνοντας από κάτω για έντομα και σαλιγκάρια και να στρέφει το κεφάλι κοιτώντας λοξά με τα μεγάλα του μάτια.
Το εντυπωσιακό κελάηδημα του κότσυφα έχει δυνατό, καθαρό, μελωδικό ήχο που ακούγεται από τον Φλεβάρη μέχρι περίπου τον Ιούλιο. Προσελκύει το θηλυκό με γλυκά καλέσματα ενώ όλο το φθινόπωρο και τον χειμώνα κελαηδά υποτονικά.

Μερικά ακόμα είδη κότσυφα είναι:
ο Γαλαζοκότσυφας, Blue Rock Thrush (Monticola solitarius)

Το αρσενικό έχει γαλάζιο φτέρωμα, ενώ το θηλυκό είναι καστανόχρωμο, το μήκος του είναι από 21 έως 23 εκατοστά και έχει μακρύ λεπτό ράμφος. Συναντάται σε ορεινά βραχώδη μέρη και σε βραχώδεις ακτές σε υψόμετρα έως και 3.000 μέτρα. Η περιοχή διανομής του Γαλαζοκότσυφα καλύπτει το σύνολο της Ευρώπης σε όλη την Ισπανία και την Πορτογαλία αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Μεσογείου. Στο νησιωτικό κράτος της Μάλτας ο Γαλαζοκότσυφας θεωρείται εθνικό πουλί και εμφανιζόταν στο προηγούμενο νόμισμα της χώρας, στη μαλτέζικη λίρα.
Εχει δυνατό, καθαρό, μελωδικό κελάιδησμα με μελαγχολικούς τόνους.
Είναι αποδημητικό πουλί εμφανίζεται στην Ευρώπη το Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο.
Φωλιάζει συνήθως σε κοιλότητες βράχων. Το θηλυκό γεννά τέσσερα με πέντε μπλε αυγά συνήθως με κόκκινα στίγματα κατά τον Μάιο. Η επώαση διαρκεί 12 έως 13 ημέρες και οι νεοσσοί μετά από 18 ημέρες περίπου στα μέσα Ιουνίου μπορούν να πετάξουν. Οι αρσενικοί νεοσσοί παίρνουν το χαρακτηριστικό τους φτέρωμα απο το δεύτερο ή τρίτο έτος.
Η διατροφή αποτελείται κυρίως από μια μεγάλη ποικιλία εντόμων, μικρά ερπετά και άγρια φρούτα.

Πετροκότσυφας ή Πορροκότσυφας (Monticola saxatilis)

Το μήκος του είναι περίπου 19 εκατοστά λίγο μικρότερο από την Κελαηδότσιχλα (Turdus philomelos). Το αρσενικό κατά την περίοδο της αναπαραγωγής έχει γκρίζο-μπλε κεφάλι, και πορτοκαλί το κάτω μέρος του σώματος και τα φτερά της ουράς, οι φτερούγες σκούρο καφέ. Τα θηλυκά και τα νεαρά πουλιά έχουν ανοιχτότερο χρωματισμό.
Συναντάται σε βουνοπλαγιές και λόφους που καλύπτονται με πέτρες. Αναπαράγεται στην νότια Ευρώπη, σε ολόκληρη την Κεντρική Ασία και στη βόρεια Κίνα, συνήθως σε υψόμετρα πάνω από τα 1500 μέτρα. Στη βόρεια Ευρώπη είναι σπάνιος επισκέπτης. Το φθινόπωρο μεταναστεύει στην Αφρική νότια της Σαχάρας.
Το αρσενικό κελαηδάει συνήθως από ένα βραχώδες ύψωμα αλλά και συχνά κατά την πτήση συνήθως στην κατάβαση.
Η φωλιά είναι χτισμένη σε σχισμές βράχων και σε κοιλώματα έως και επτά μέτρα ύψος, αλλά έχουν παρατηρηθεί, σπανιότερα και φωλιές στο έδαφος. Το θηλυκό γεννάει τέσσερα έως έξι αυγά και τα επωάζει από 14 έως 16 ημέρες. Μετά από περίπου 14 ημέρες οι νεοσσοί μπορούν να πετάξουν και παραμένουν στη φωλιά για άλλες δύο εβδομάδες. Τα ενήλικα αρσενικά διατηρούν το πολύχρωμο φτέρωμα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.
Τρέφεται με έντομα, σκουλήκια, μικρά ερπετά και χυμώδεις καρπούς.

και ο Χιονοκότσυφας (Turdus torquatus).

Ο χιονοκότσυφας παρουσιάζει αραιή κατανομή σε όλη σχεδόν την Ευρώπη
(συμπεριλαμβανομένου του Καυκάσου) όπου φιλοξενεί το 95% του παγκόσμιου
πληθυσμού του είδους (310.000-670.000 ζευγάρια, BirdLife International 2004).
Μεταναστευτικό είδος, αρκετά άτομα ξεχειμωνιάζουν στην Μεσόγειο δημιουργώντας μικρές ομάδες. Στην Ελλάδα φώλιασμα του χιονοκότσυφα έχει εξακριβωθεί στην Ροδόπη, το όρος Όρβηλος στην Μακεδονία καθώς και στην Τύμφη και την περιοχή του Μετσόβου στην Ήπειρο (Hnadrinos & Akriotis 1997). O ελληνικός πληθυσμός εκτιμάται σε 50-100 ζευγάρια.
Ορεσίβιο είδος ο χιονοκότσυφας παρατηρείται σε απομονωμένες ορεινές περιοχές όπου φωλιάζει σε βραχώδεις εξάρσεις και σάρες. Γεννά αργά το Μάρτη με αρχές Απρίλη 4-5 αυγά τα οποία επωάζει για 14 ημέρες ενώ τα μικρά εγκαταλείπουν την φωλιά μετά από 2 περίπου εβδομάδες. Τρέφεται με έντομα και σκουλήκια αλλά και φρούτα δασικών θάμνων. Χωροκρατικό είδος δεν παρουσιάζει μεγάλη πυκνότητα στην ζώνη κατανομής του και παρατηρείται συνήθως σε ζευγάρια αν και σχηματίζε μικρά κοπάδια την περίοδο του χειμώνα συχνά μαζί με άλλες τσίχλες (Turdus spp.).

Υπάρχουν τα ακόλουθα είδη στο γένος Κιχλίδες (Turdus)




Κείμενο Ζιάκας Ηλίας

أحدث أقدم