Δενδροτσοπανάκος, σίττη η ευρωπαϊκή, Nuthatch (Sitta europaea)
Ο Δενδροτσοπανάκος φτάνει σε μήκος σώματος από 12 έως 14,5 εκατοστά.Το σώμα του είναι κοντόχοντρο με ένα μεγάλο κεφάλι, πολύ κοντό λαιμό και κοντή ουρά. Το ράμφος είναι μακρύ, μυτερό και γκρι. Η άνω πλευρά είναι γκρίζο-μπλε και η κάτω, ανάλογα με το υποείδος, λευκό ή υπόλευκο έως ανοιχτό καφέ. Η ουρά σε όλα τα υποείδη έχει καφέ σκούρο με άσπρα μπαλώματα, στο μάτι έχει μια μαύρη φαρδιά λωρίδα που ξεκινάει από τη βάση του ράμφους και καταλήγει στους ώμους, το κάτω μέρος του κεφαλιού
και ο λαιμός είναι λευκά.
Η ίριδα των ματιών είναι μαύρη και τα πόδια έχουν πορτοκαλί-κίτρινο χρώμα.
Κατηγορία: Σιττίδες (Sittidae)
Please install Adobe Flash Player
Ο Δενδροτσοπανάκος είναι μεταναστευτικό πουλί, διαχειμάζει στ Βορειοδυτική Αφρική και την Ασία. Αναρριχάται με μεγάλη ευκολία και επιδεξιότητα στους κορμούς των δέντρων, οι φωλιές γίνονται σε κοιλότητες δέντρων. Γεννούν τον Απρίλιο μέχρι τον Μάιο από πέντε έως εννέα άσπρα αυγά με σκουροκόκκινες βούλες και επωάζονται από 14 - 18 ημέρες.
Τρέφετε κυρίως με διάφορα έντομα και προνύμφες, επίσης και διάφορους σπόρους, καρύδια και βατόμουρα το φθινόπωτο.
Προτιμά μεγάλα φυλλοβόλα δάση, πάρκα και κήπους. Ο συνολικός πληθυσμός εκτιμάται από την IUCN σε περίπου 10 εκατομμύρια πτηνά το οκτώ τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται στη Γερμανία, θεωρείται εκτός κινδύνου.
Στην Ευρώπη υπάρχουν 3 υποείδη Δενδροτσοπανάκου:
(Sitta europaea asiatica) ζεί στην ανατολική Ρωσία και τη Σιβηρία,
αλλά εμφανίζεται περιστασιακά και στη Φινλανδία. Το κάτω μέρος είναι λευκό, το πάνω ανοιχτό γκριζομπλέ. Πάνω από τη χαρακτηριστική μαύρη λωρίδα στο κεφάλι έχει λίγο άσπρο χρώμα και είναι μικρότερο και με λεπτότερο ράμφος από τα άλλα είδη.
(Sitta europaea caesia) - ζεί στην Κεντρική Ευρώπη. Το κάτω μέρος είναι λευκό, τα αρσενικά έχουν έντονο καφεκόκκινο χρώμα στα πλευρά.
(Sitta europaea europaea) - ζεί στις σκανδιναβικές χώρες. Οι πλευρές του είναι σκούρο καφέ, μπεζ ή υπόλευκο στο στήθος και την κοιλιά και μερικές φορές με υπόλευκο μέτωπο.
Κείμενο: Ζιάκας Ηλίας