Κοκκινολαίμης (Erithacus Rubecula)
Ο Κοκκινολαίμης είναι ένα πουλί στο μέγεθος σπουργιτιού και αναγνωρίζεται εύκολα. Είναι γκριζοκαφετής με ένα μεγάλο πορτοκαλοκόκκινο σημάδι στο στήθος και το πρόσωπο. Αρσενικός και θηλυκός είναι παρόμοιοι. Στην Ελλάδα θα τον δούμε όλο το χρόνο. Το χειμώνα, θα βρούμε τους περισσότερους σε μέρη με χαμηλό υψόμετρο και το καλοκαίρι σε ψηλότερα σημεία. Σε πολύ βορειότερες χώρες, οι Κοκκινολαίμηδες πηγαίνουν μόνο το καλοκαίρι.Please install Adobe Flash Player
Οικογένεια: Μυγοθηρίδες (Muscicapidae) | Γένος: Ερύθακοι (Erithacus)
Κελαηδά όλο το χρόνο (ακόμη και το βράδυ εάν βρίσκεται κοντά στα φώτα της πόλης!). Το διεθνές λατινικό όνομά του «Erithacus rubecula» βασίζεται στο ελληνικό όνομα Ερύθακος. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Ερύθακος ήταν χειμωνιάτικο πουλί που το καλοκαίρι μεταμορφωνόταν σε Κοκκινούρη (Καρβουνιάρης).
Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Κοκκινούρηδες είναι, απλά, καλοκαιρινοί επισκέπτες από την Αφρική. Η άφιξή τους όμως, συμπίπτει σχεδών, με την αναχώρηση των Κοκκινολαίμηδων για τα ορεινά ή βορειότερα μέρη.
Ο Κοκκινολαίμης γνωστός και ως Καλογιάννος, Ρούβελας, Τσιπουργιάννης ή Κουμπογιάννος είναι ένα μικρόσωμο, στρουθιόμορφο πουλί, που ανήκει στην οικογένεια των τσιχλών.
Αν και το συνολικό του μέγεθος δεν ξεπερνάει τα 14 εκατοστά μαζί με την ουρά του, είναι από τα δημοφιλέστερα πουλιά της Ευρωπαϊκής αλλά και της Ελληνικής ορνιθοπανίδας. Στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου και συναντάται συχνά, κατέχει τον τίτλο ενός καχύποπτου πουλιού, στην Βρετανία όμως είναι γνωστός ως «ο θρασύτατος φίλος του κηπουρού».
Στην Ευρώπη ο κοκκινολαίμης έχει συνδυαστεί με τον ερχομό των Χριστουγέννων. Και αυτό συμβαίνει γιατί κατά τον 18ο αιώνα οι ταχυδρόμοι που έφερναν τις Χριστουγεννιάτικες κάρτες στους Βρετανούς, φορούσαν κόκκινο γιλέκο και τους φώναζαν «κοκκινολαίμηδες»!
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοκκινολαίμηδων που είναι κατά βάση μοναχικά πουλιά, εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, είναι το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα στο πρόσωπο, την τραχηλιά και το στήθος, το οποίο και χρησιμοποιεί φουσκώνοντάς το για να τρομάξει τους εχθρούς του. Αν και είναι μικρόσωμο πουλί, φαίνεται να έχει μεγάλο κεφάλι, «χωρίς λαιμό», με μικρό στιβαρό ράμφος. Το υπόλοιπο φτέρωμά του είναι καστανωπό με μια στενή κίτρινη ρίγα στην φτερούγα. Το φτέρωμα της κοιλιάς του έχει λευκό χρώμα. Το αρσενικό και το θηλυκό δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές στο χρωματισμό του φτερώματός τους. Με τα μακριά και λεπτά πόδια του κινείται με απίστευτη ευκολία πραγματοποιώντας μικρά πηδήματα στο έδαφος. Κινείται με χαρακτηριστικό τρόπο σέρνοντας τα φτερά του στο έδαφος και σηκώνοντας την κοντή ουρά του. Κοντοστέκεται, κάνει μια μικρή υπόκλιση, μένει στιγμιαία ακίνητος, ξαναπηδάει και φτερουγίζει.
Είναι ενδημικό πουλί και τον συναντάμε σε όλη την Ευρώπη, την Μικρά Ασία, την Αφρική και την Περσία. Τον χειμώνα μας επισκέπτεται μεγάλος αριθμός πουλιών από την Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, τα οποία διαχειμάζουν στην χώρα μας και την εγκαταλείπουν ξανά στις αρχές της Άνοιξης για να επιστρέψουν στα μέρη τους προκειμένου να ετοιμαστούν για το ζευγάρωμα. Στην Ελλάδα τον συναντάμε όπου και να γυρίσουμε το βλέμμα μας. Και σίγουρα αν δεν τον δούμε θα ακούσουμε το καθαρό, μελωδικό αλλά και μελαγχολικό του κελάηδημα για το οποίο κατέχει δικαίως τον τίτλο «το αηδόνι του χειμώνα».
Ζει και αναπαράγεται σε φυλλοβόλα και μικτά δάση αλλά και κωνοφόρων, σε πάρκα με πυκνή βλάστηση και ξέφωτα, σε παράκτιες περιοχές, σε ελαιώνες και σε θάμνους. Τον συναντούμε συχνά, ιδίως τον χειμώνα και μέσα σε πόλεις να αναζητάει την τροφή του ακόμα και σε κήπους σπιτιών. Θα τον δούμε να φωλιάζει στα πιο απίθανα μέρη, σε κουφάλες δέντρων, χαραμάδες, σε κοιλώματα ή κόγχες τοίχων, σε πλαγιές του εδάφους κτλ. Είναι ικανός να μετατρέψει ακόμα και ένα παλιό κονσερβοκούτι σε φωλιά.
Στην αναπαραγωγική περίοδο που για τα πουλιά αυτά αρχίζει κατά τον Απρίλιο ή αρχές Μαΐου, είναι ικανός αν το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες, να αναθρέψει μέχρι τρεις γενιές πουλιών. Συνήθως φτιάχνει την θολωτή φωλιά του στο έδαφος, ανάμεσα σε ρίζες, σε καλά προφυλαγμένα μέρη με πυκνή βλάστηση. Το θηλυκό γεννάει από 4 μέχρι και 7 αυγά, τα οποία και αναλαμβάνει να επωάσει για δύο εβδομάδες. Στην ανατροφή των νεοσσών συμμετέχουν εξίσου και οι δύο γονείς. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα αρσενικά ζευγαρώνουν ταυτόχρονα με δύο θηλυκές.
Από το μυτερό του ράμφος διακρίνεται η προτίμησή του να τρέφεται με έντομα, προνύμφες εντόμων, αράχνες και μικρούς ζουμερούς σπόρους για να γεμίζει ενέργεια.
Το χαρακτηριστικό γεμάτο από ποικιλία ήχων κελάηδημά του, μπορεί να ακούγεται από το χάραμα, μέχρι και τις νυχτερινές ώρες, ιδίως αν υπάρχουν φώτα στις πόλεις, αλλά διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή. Το φθινόπωρο ακούγεται σαφώς πιο μελαγχολικό. Ο κοκκινολαίμης χρησιμοποιεί το κελαηδημά του ως ένα μέσο για να ορίζει την επικράτειά του. Το παράδοξο είναι ότι μετά την περίοδο αναπαραγωγής το ζευγάρι χωρίζει, και αν βρεθεί το ένα στην επικράτεια του άλλου, μετατρέπονται σε αντίπαλοι. Το θηλυκό είναι από τα σπάνια του είδους που κελαηδεί και αυτό προσπαθώντας να διεκδικήσει το χώρο που του ανήκει. Η επικράτεια του κάθε πουλιού φτάνει τα δέκα στέμματα, αλλά όταν παρατηρείται συνωστισμός επισκεπτών μειώνονται στα δύο στρέμματα. Το όμορφο αυτό πουλάκι μπορεί να γίνει ιδιαίτερα επιθετικό προς τα άλλα πουλιά του είδους του, τραυματίζοντάς τα στην προσπάθειά του να επιβιώσει ειδικά όταν οι συνθήκες είναι δύσκολες.
Το αδυσώπητο κρύο, η αδυναμία εύρεσης τροφής και τα διάφορα αρπακτικά πουλιά είναι οι κυριότεροι φυσικοί παράγοντες για την μεγάλη θνησιμότητα που παρατηρείται στα πουλάκια αυτού του είδους.
Ο τολμηρός του χαρακτήρας αλλά και η ομορφιά του τον έχουν καταστήσει πρωταγωνιστή σε πλήθος παιδικών βιβλίων και πάμπολλα ποιήματα έχουν γραφτεί για το γλυκύτατο κελάηδημα του.