Ο Κύκνος (Cygnus columbianus)

Ο Κύκνος είναι αναμφισβήτητα ένα από τα ομορφότερα υδρόβια πτηνά. Είναι ένα αρκετά μεγαλόσωμο πτηνό που ανήκει στην οικογένεια Anatidae, στην οποία βρίσκονται οι χήνες αλλά και οι πάπιες. Οι περισσότεροι κύκνοι κατατάσσονται μαζί με τις χήνες στην υποοικογένεια των Anserinae και σχηματίζουν το φύλο Cygnini, ενώ σε μερικές εξαιρέσεις κατατάσσονται στην υποοικογένεια Cygnae. Το θηλυκό και το αρσενικό έχουν σχεδόν την ίδια εμφάνιση.

Κατηγορία: Υδρόβια & Παρυδάτια



Χαρακτηριστικά: Ο λαιμός του κύκνου είναι μακρύς και έχει μεγάλα πόδια. Το σώμα του είναι βαρύ και πατά με αργά χτυπήματα των φτερών του και με τον λαιμό εκτεταμένο. Ο λαιμός του έχει 23 – 25 σπονδύλους, ενώ τα άλλα Χηνόμορφα φέρουν 18 – 19. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κύκνων που ζουν στο Βόρειο Ημισφαίριο είναι ότι έχουν μια πολύ επιμήκη τραχεία, η οποία συστρέφεται στο στέρνο.
Μεταναστεύουν πετώντας σε διαγώνιο σχηματισμό ή σε σχήμα V, πετώντας σε μεγάλο ύψος. Είναι το μόνο υδρόβιο πουλί που πετά και κολυμπά με τόση μεγάλη ταχύτητα. Τα είδη Cygnus Olor και Cygnus Atratus είτε στέκονται είτε κολυμπούν διπλώνουν το ένα πόδι πίσω στην πλάτη.
Ο κύκνος μπορεί και παράγει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία φωνών.
Διατροφή: Τρέφεται με ρίζες υδρόβιων φυτών τσαλαβουτώντας επιφανειακά στα ρηχά νερά. Στο μενού του περιλαμβάνεται επίσης οι σπόροι, τα σκουλήκια και τα όστρακα.
Αναπαραγωγή: Ο κύκνος είναι ένα αρκετά κοινωνικό πτηνό εκτός όμως από την περίοδο της αναπαραγωγής. Την περίοδο αυτή το κάθε ζευγάρι πηγαίνει στην εδαφική περιοχή που του ανήκει, την οποία υπερασπίζεται με σθένος. Η φωλιά, χτίζεται συνήθως στις όχθες και μερικές φορές μπορεί και να επιπλέει. Είναι φτιαγμένη από υδρόβια φυτά, τα οποία συγκεντρώνει το θηλυκό αλλά και το αρσενικό.

Φωτογραφίες Κύκνος (Cygnus columbianus).






Με το ταίρι που θα διαλέξει ο κύκνος για σύντροφο θα είναι για πάντα μαζί. Οι κύκνοι εκδηλώνουν την ερωτική τους συμπεριφορά με στάσεις που έχουν τα κεφάλια τους ενωμένα ή βύθισμα του ράμφους και των δυο.
Το θηλυκό επωάζει περίπου 6 αυγά, ανοιχτόχρωμα με κηλίδες. Σε μερικά είδη μόνο το αρσενικό συμμετέχει στην επώαση. Όταν γίνει επίθεση αφού εξουδετερώσουν τον εχθρό βγάζουν μια νικητήρια κραυγή.
Όταν γεννηθούν οι νεοσσοί, έχουν μακρύ λαιμό και είναι χνουδωτά. Οι γονείς τα φροντίζουν για πολλούς μήνες και μεριά είδη τα βάζουν στην πλάτη τους και τα μεταφέρουν αν και μπορούν να κολυμπήσουν και να πετάξουν μερικές ώρες μετά την γέννησή τους. Τα νεαρά άτομα φέρουν γκρι ή καφέ με στικτό φτέρωμα για 2 ή περισσότερα χρόνια. Τα νεαρά άτομα ενηλικιώνονται κατά το τρίτο με τέταρτο έτος της ηλικίας τους και ζουν για 20 χρόνια όταν είναι ελεύθερα και για 50 όταν είναι αιχμάλωτα.
Η οικογένεια περιλαμβάνει τα εξής είδη.
Από τα 7 είδη συνολικά (μερικά από αυτά αποτελούν για ορισμένους ορνιθολόγους υποείδη) τα 5 είναι ολόλευκα, με μαύρα πόδια και απαντούν στο Βόρειο Ημισφαίριο:

Βουβόκυκνος (Cygnus Olor)
1.Ο βουβόκυκνος (Cygnus olor), με ένα μαύρο εξόγκωμα στη βάση του πορτοκαλιού ράμφους, με καμπύλη στάση τού λαιμού και με έντονη κύρτωση τών φτερών. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της Ασίας, από όπου και εισήχθη στην Ευρώπη κυρίως ως διακοσμητικό κατά τον Μεσαίωνα και μετά σε όλο τον κόσμο. Είναι μεγαλοπρεπείς με τεράστιο μέγεθος, και πλάτος πτερύγων που φτάνει τα 2.40 μέτρα, κατάλευκο πτέρωμα και πολύ μακρύ κομψό λαιμό. Είναι ο βαρύτερος κύκνος και μπορεί να ξεπεράσει τα 20 κιλά βάρους. Χαρακτηριστικό του είδους είναι το ροδοκόκκινο ράμφος με την μαύρη λωρίδα στην βάση του και τα μαύρα πόδια. Στην βάση του ράμφους έχει επίσης ένα χαρακτηριστικό καρούμπαλο πού είναι μεγαλύτερο στο αρσενικό. Παρόλη την ονομασία τους (mute = άφωνος, βουβός) επικοινωνούν με διάφορους συριγμούς, γρυλίσματα και σφυρίγματα.


Εξάπλωση: Κατά την αναπαραγωγική περίοδο στην Ευρώπη (στην Βρετανία θεωρούνται ακόμα βασιλικά πτηνά, ιδιοκτησίας του Στέμματος), και την εύκρατη ζώνη μεταξύ του 40ου και 60ου παραλλήλου. Περιλαμβάνεται η Αγγλία, η Ολλανδία, η νότια Σουηδία, η Γερμανία, η Ρουμανία, η Ρωσία, Μικρά Ασία και ανατολικότερα η Μογγολία και η Μαντζουρία. Σε ήπιους χειμώνες δεν μεταναστεύουν συνήθως, και σε βαρυχειμωνιά μεταναστεύουν νοτιότερα προς τις Μεσογειακές χώρες και την νοτιοδυτική Ασία. Πολλοί λευκοί κύκνοι έχουν μεταφερθεί από τους ανθρώπους στην Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και τις Η.Π.Α.
Φυσικό περιβάλλον: Συναντάται σε λίμνες, ρυάκια, ποτάμια και γενικά κοντά σε μεγάλες επιφάνειες γλυκού νερού, αλλά και σε προστατευμένες παραθαλάσσιες περιοχές. Έχει συνηθίσει να ζει κοντά στον άνθρωπο σε λίμνες, πάρκα και δασικά καταφύγια.
Διατροφικές συνήθειες: Κυρίως τρέφεται με τα φυλλώματα υδροβίων φυτών και διάφορους σπόρους, καθώς επίσης και με μικρά αμφίβια, μαλάκια, σκουλήκια, έντομα, νύμφες εντόμων και μικρά ψαράκια.
Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική τους περίοδος αρχίζει αρχές Απριλίου και τελειώνει τον Μάιο. Το ζευγάρι χτίζει μία τεράστια φωλιά, μέσα ή κοντά στο νερό, από κλαδιά και φύλλα σχηματίζοντας έναν σωρό ύψους 1.00 – 1.50 μέτρου όπου το θηλυκό γεννάει 5 – 7 γκριζόλευκα αυγά. Διάρκεια επώασης 35 με 36 ημέρες από το θηλυκό μόνο. Κατά την διάρκεια της επώασης ο αρσενικός εκτελεί χρέη φύλακα και επιτίθεται σε όποιον πλησιάσει την φωλιά. Οι νεοσσοί κολυμπούν από την πρώτη ημέρα αλλά πολύ συχνά η μητέρα τα κουβαλάει στην ράχη της. Ωριμάζουν μετά τα 3 χρόνια.


Αγριόκυκνος (Cygnus Cygnus)
2.Ο αγριόκυκνος (είδος Cygnus cygnus)
είναι ένα επιθετικό πουλί, με μαύρο ράμφος, που έχει μια διακριτή κίτρινη βάση.







Το υποείδος Cygnus cygnus buccinator, ή «κύκνος-τρομπέτα», ονομάζεται έτσι εξαιτίας της δυνατής κραυγής που παράγει η οποία ακούγεται πολύ μακριά, ενώ το ράμφος του είναι ολόμαυρο.






Νανόκυκνος (Cygnus Bewickii)
3.Ο νανόκυκνος (είδος Cygnus bewickii) έχει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά είναι μικρότερος και πιο ήσυχος.







Cygnus Columbianus
4.Το είδος Cygnus columbianus με μαύρο ράμφος και συνήθως μια κίτρινη κηλίδα κοντά στο μάτι. Ορισμένοι ορνιθολόγοι κατατάσσουν τα 3 τελευταία είδη στο γένος Olor, διατηρώντας την ονομασία Cygnus για τον βουβόκυκνο.







Μαυρόκυκνος (cygnus atratus)
5.Ο Μαυρόκυκνος (cygnus atratus) ζει στην Αυστραλία (και την Τασμανία), τη Ν.Ζηλανδία, την Ευρώπη και Β.Αμερική. Στην Ευρώπη υπάρχουν μόνο εγκαταλειμένοι άγριοι Μαυρόκυκνοι. Ενας αυτοτροφοδοτούμενος πληθυσμός ο οποίος το 2000 αποτελούνταν από 60 έως 70 ζεύγη αναπαραγωγής, είναι πιθανό να υπάρχει μόνο στις Κάτω Χώρες και ενδεχομένως στην Καλιφόρνια. Ο συνολικός πληθυσμός του Μαυρόκυκνου εκτιμάται από την IUCN σε 100.000 έως ένα εκατομμύριο άτομα. Το είδος δεν απειλείται.


Ο Μαυρόκυκνος είναι το μεγαλύτερο υδρόβιο πτηνό, με κοντινότερο συγγενή το λευκό κύκνο (cygnus olor). Έχει την κλασσική εμφάνιση κύκνου, με καμπυλωτό λαιμό και ανασηκωμένα φρύδια. Είναι ο μόνος σχεδόν μαύρος κύκνος και έχει το μεγαλύτερο λαιμό από όλα τα είδη των κύκνων. Όπως συμβαίνει με πολλά πτηνά το αρσενικό είναι λίγο μεγαλύτερο από το θηλυκό.
Ένας ενήλικας έχει μήκος 110εκ. με 140εκ. και ζυγίζει 3700 γρ. με 8750 γρ., το άνοιγμα των φτερών είναι 160 - 200 εκατοστά. Τα αρσενικά ζυγίζουν κατά μέσο όρο έξι κιλά και πέντε κιλά τα θηλυκά. Δεν υπάρχει σημαντικός σεξουαλικός διμορφισμός, τα θηλυκά είναι μόνο ελαφρώς μικρότερα.
Το φτέρωμα είναι μαύρο, τα πόδια γκρι με μαύρα νύχια. Ασπρο έχει μόνο στα φτερά, το οποίο διακρίνεται μόνο κατά τη διάρκεια της πτήσης με ανοιχτές φτερούγες. Το ράμφος είναι έντονο κόκκινο με μια λευκή γραμμή κοντά στην άκρη του ράμφους. Το χρώμα των ματιών κυμαίνεται μεταξύ πορτοκαλί και ανοικτού καφέ έως μαύρου.
Ο Μαυρόκυκνος είναι φυτοφάγος. Τρέφεται με την υδρόβια βλάστηση κάτω από την επιφάνεια του νερού χρησιμοποιώντας το μακρύ λαιμό του. Επίσης τρέφεται με χαμηλή χερσαία βλάστηση και έντομα.


Στο Νότιο Ημισφαίριο υπάρχουν τα εξής είδη.
Μεγάλος Κύκνος (Cygnus Melancoryphus)
το είδος Cygnus melancoryphus, ένα ιδιαίτερα ευερέθιστο αλλά όμορφο πουλί, με λευκό σώμα, μαύρο λαιμό και κεφάλι και ένα προεξέχον κόκκινο φύμα στο ράμφος.







Κοσκορόμπα (Coscoroba Coscoroba)






Στην Ελλάδα υπάρχουν οι εξης: Βουβόκυκνος, Νανόκυκνος και Αγριόκυκνος.
أحدث أقدم